- τριάριοι
- oἱ, Αοι μεγαλύτεροι σε ηλικία και εμπειρότεροι από τους Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι κατείχαν την τρίτη θέση τής παράταξης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triarii].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριάριοι — τριά̱ριοι , τριάριοι triarii masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαρίοις — τριᾱρίοις , τριάριοι triarii masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαρίους — τριᾱρίους , τριάριοι triarii masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαρίων — τριᾱρίων , τριάριοι triarii masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)